τρόμων

τρόμων
τρόμος
trembling
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καστόρι — το (AM καστόριον, Α και καστόρειον, Μ και καστόριν) (φαρμ.) έκκριμα τών γεννητικών αδένων τού κάστορα που χρησιμοποιούνταν ως αντισπασμωδικό φάρμακο σε περιπτώσεις τρόμων και σπασμών ή στην αρωματοποιία υπό μορφή βάμματος νεοελλ. 1. είδος μαλακού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”